- τυρρίδιον
- τυρρίδιον, τό, Dim. of τύρρις (v. τύρσις), IG14.352ii65, 77 ([place name] Halaesa).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυρρίδιον — τὸ, Α [τύρρις] υποκορ. τού τύρρις … Dictionary of Greek